- κατάκλειστος
- -η, -ο (AM κατάκλειστος, -ον) [κατακλείω]ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει κατάκλειστος, αφοσιωμένος στο διάβασμα»)2. ο περιφραγμένος από παντού («το σπίτι ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)μσν.φρ. «κατάκλειστον ποιῶ» — κρατώ σε περιορισμόμσν.-αρχ.(κυρίως για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει πάντοτε κλεισμένη στο εσωτερικό τού σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)αρχ.πολύτιμος, βαρύτιμος.επίρρ...κατάκλεισταεντελώς κλειστά.
Dictionary of Greek. 2013.